ἡμιαμβικός

ἡμιαμβικός
ἡμιαμβικός, ,
A writer of such verses, dub. in Sch.Nic.Th.377.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημιαμβικός — ἡμιαμβικός, ὁ (Α) [ημίαμβος] ο συγγραφέας ημιαμβείων …   Dictionary of Greek

  • ἡμιαμβικός — writer of such verses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”